Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προέγγυος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεγκαλέω
προέγκειμαι
προεγκελεύομαι
προεγκλύζω
προεγκωμιάζω
προεγχαράσσω
προεγχειρέω
προεγχειρίζομαι
προεγχρίω
προεγχυματίζω
προέδρα
προεδρεύω
προεδρία
προεδρική
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
προεθιστέον
View word page
προεγχειρίζομαι
to be taken in hand already
ShortDef
to be taken in hand already
Debugging
Headword:
προεγχειρίζομαι
Headword (normalized):
προεγχειρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προεγχειριζομαι
IDX:
73429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73430
Key:
Data
{'content': 'to be taken in hand already'}