Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προεγγύησις
προέγγυος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεγκαλέω
προέγκειμαι
προεγκελεύομαι
προεγκλύζω
προεγκωμιάζω
προεγχαράσσω
προεγχειρέω
προεγχειρίζομαι
προεγχρίω
προεγχυματίζω
προέδρα
προεδρεύω
προεδρία
προεδρική
πρόεδρος
προεέργω
προεθίζω
View word page
προεγχειρέω
attempt before the time

ShortDef

attempt before the time

Debugging

Headword:
προεγχειρέω
Headword (normalized):
προεγχειρέω
Headword (normalized/stripped):
προεγχειρεω
IDX:
73428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73429
Key:

Data

{'content': 'attempt before the time'}