Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδωσέταιρος
προδωσίκομπος
προέγγονος
προεγγράφομαι
προεγγυάομαι
προεγγύησις
προέγγυος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεγκαλέω
προέγκειμαι
προεγκελεύομαι
προεγκλύζω
προεγκωμιάζω
προεγχαράσσω
προεγχειρέω
προεγχειρίζομαι
προεγχρίω
προεγχυματίζω
προέδρα
προεδρεύω
View word page
προέγκειμαι
to be laid

ShortDef

to be laid

Debugging

Headword:
προέγκειμαι
Headword (normalized):
προέγκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προεγκειμαι
IDX:
73423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73424
Key:

Data

{'content': 'to be laid'}