Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίστροφος
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
ἀνεπιτάττω
ἀνεπιτετελεσμένος
ἀνεπίτευκτος
ἀνεπιτευξία
ἀνεπιτέχνητος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτηδειότης
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίτμητος
ἀνεπιτρέπτως
ἀνεπιτρόπευτος
ἀνεπιφανής
ἀνεπίφαντος
ἀνεπίφατος
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπίφθονος
View word page
ἀνεπιτηδειότης
unfitness, inconvenience, inaptitude

ShortDef

unfitness, inconvenience, inaptitude

Debugging

Headword:
ἀνεπιτηδειότης
Headword (normalized):
ἀνεπιτηδειότης
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτηδειοτης
IDX:
7341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7342
Key:

Data

{'content': 'unfitness, inconvenience, inaptitude'}