Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόδρομος
προδύνω
προδύομαι
πρόδυσις
προδυστυχέω
προδυσωπέω
προδωρέομαι
προδωσείω
προδωσέταιρος
προδωσίκομπος
προέγγονος
προεγγράφομαι
προεγγυάομαι
προεγγύησις
προέγγυος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεγκαλέω
προέγκειμαι
προεγκελεύομαι
προεγκλύζω
View word page
προέγγονος
great-grandson
ShortDef
great-grandson
Debugging
Headword:
προέγγονος
Headword (normalized):
προέγγονος
Headword (normalized/stripped):
προεγγονος
IDX:
73415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73416
Key:
Data
{'content': 'great-grandson'}