Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδούλειαι
πρόδουλος
προδουλόω
προδουπέω
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
προδύνω
προδύομαι
πρόδυσις
προδυστυχέω
προδυσωπέω
προδωρέομαι
προδωσείω
προδωσέταιρος
προδωσίκομπος
προέγγονος
προεγγράφομαι
προεγγυάομαι
προεγγύησις
προέγγυος
View word page
προδυστυχέω
to be unfortunate before

ShortDef

to be unfortunate before

Debugging

Headword:
προδυστυχέω
Headword (normalized):
προδυστυχέω
Headword (normalized/stripped):
προδυστυχεω
IDX:
73409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73410
Key:

Data

{'content': 'to be unfortunate before'}