Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδούλειαι
πρόδουλος
προδουλόω
προδουπέω
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
προδύνω
προδύομαι
πρόδυσις
προδυστυχέω
προδυσωπέω
προδωρέομαι
προδωσείω
προδωσέταιρος
προδωσίκομπος
προέγγονος
προεγγράφομαι
View word page
προδύνω
set earlier
ShortDef
set earlier
Debugging
Headword:
προδύνω
Headword (normalized):
προδύνω
Headword (normalized/stripped):
προδυνω
IDX:
73406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73407
Key:
Data
{'content': 'set earlier'}