Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδούλειαι
πρόδουλος
προδουλόω
προδουπέω
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
προδύνω
προδύομαι
πρόδυσις
προδυστυχέω
προδυσωπέω
προδωρέομαι
προδωσείω
προδωσέταιρος
View word page
προδρομεύω
to be a mounted skirmisher
ShortDef
to be a mounted skirmisher
Debugging
Headword:
προδρομεύω
Headword (normalized):
προδρομεύω
Headword (normalized/stripped):
προδρομευω
IDX:
73403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73404
Key:
Data
{'content': 'to be a mounted skirmisher'}