Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδούλειαι
πρόδουλος
προδουλόω
προδουπέω
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
προδύνω
προδύομαι
πρόδυσις
προδυστυχέω
προδυσωπέω
προδωρέομαι
προδωσείω
View word page
προδουπέω
fall heavily before

ShortDef

fall heavily before

Debugging

Headword:
προδουπέω
Headword (normalized):
προδουπέω
Headword (normalized/stripped):
προδουπεω
IDX:
73402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73403
Key:

Data

{'content': 'fall heavily before'}