Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδοσία
πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδούλειαι
πρόδουλος
προδουλόω
προδουπέω
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
προδύνω
προδύομαι
πρόδυσις
προδυστυχέω
προδυσωπέω
προδωρέομαι
View word page
προδουλόω
enslave beforehand

ShortDef

enslave beforehand

Debugging

Headword:
προδουλόω
Headword (normalized):
προδουλόω
Headword (normalized/stripped):
προδουλοω
IDX:
73401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73402
Key:

Data

{'content': 'enslave beforehand'}