Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
View word page
ἀγριμαῖος
wild
ShortDef
wild
Debugging
Headword:
ἀγριμαῖος
Headword (normalized):
ἀγριμαῖος
Headword (normalized/stripped):
αγριμαιος
IDX:
733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-734
Key:
Data
{'content': 'wild'}