Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδούλειαι
πρόδουλος
προδουλόω
προδουπέω
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
προδύνω
προδύομαι
View word page
προδότις
a traitress

ShortDef

a traitress

Debugging

Headword:
προδότις
Headword (normalized):
προδότις
Headword (normalized/stripped):
προδοτις
IDX:
73397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73398
Key:

Data

{'content': 'a traitress'}