Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδούλειαι
πρόδουλος
προδουλόω
προδουπέω
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
προδύνω
View word page
προδοτικός
traitorous
ShortDef
traitorous
Debugging
Headword:
προδοτικός
Headword (normalized):
προδοτικός
Headword (normalized/stripped):
προδοτικος
IDX:
73396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73397
Key:
Data
{'content': 'traitorous'}