Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδούλειαι
πρόδουλος
προδουλόω
προδουπέω
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
View word page
προδότης
a betrayer, traitor

ShortDef

a betrayer, traitor

Debugging

Headword:
προδότης
Headword (normalized):
προδότης
Headword (normalized/stripped):
προδοτης
IDX:
73395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73396
Key:

Data

{'content': 'a betrayer, traitor'}