Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδούλειαι
πρόδουλος
προδουλόω
View word page
προδοσία
a giving up, betrayal, treason
ShortDef
a giving up, betrayal, treason
Debugging
Headword:
προδοσία
Headword (normalized):
προδοσία
Headword (normalized/stripped):
προδοσια
IDX:
73391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73392
Key:
Data
{'content': 'a giving up, betrayal, treason'}