Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδούλειαι
πρόδουλος
View word page
προδόρπια
early supper
ShortDef
early supper
Debugging
Headword:
προδόρπια
Headword (normalized):
προδόρπια
Headword (normalized/stripped):
προδορπια
IDX:
73390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73391
Key:
Data
{'content': 'early supper'}