Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
προδούλειαι
View word page
πρόδοξος
judging hastily
ShortDef
judging hastily
Debugging
Headword:
πρόδοξος
Headword (normalized):
πρόδοξος
Headword (normalized/stripped):
προδοξος
IDX:
73389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73390
Key:
Data
{'content': 'judging hastily'}