Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
πρόδοτος
View word page
προδόξασις
prejudgement

ShortDef

prejudgement

Debugging

Headword:
προδόξασις
Headword (normalized):
προδόξασις
Headword (normalized/stripped):
προδοξασις
IDX:
73388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73389
Key:

Data

{'content': 'prejudgement'}