Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
προδοτικός
προδότις
View word page
προδοξάζω
to judge beforehand

ShortDef

to judge beforehand

Debugging

Headword:
προδοξάζω
Headword (normalized):
προδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
προδοξαζω
IDX:
73387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73388
Key:

Data

{'content': 'to judge beforehand'}