Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
προδότας
προδοτέον
προδότης
View word page
πρόδομος
chamber entered from the forecourt

ShortDef

chamber entered from the forecourt
before the house

Debugging

Headword:
πρόδομος
Headword (normalized):
πρόδομος
Headword (normalized/stripped):
προδομος
IDX:
73385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73386
Key:

Data

{'content': 'chamber entered from the forecourt'}