Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
προδότας
View word page
προδομεύς
one who builds before

ShortDef

one who builds before

Debugging

Headword:
προδομεύς
Headword (normalized):
προδομεύς
Headword (normalized/stripped):
προδομευς
IDX:
73383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73384
Key:

Data

{'content': 'one who builds before'}