Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
πρόδοσις
View word page
προδοματικός
by way of payment in advance
ShortDef
by way of payment in advance
Debugging
Headword:
προδοματικός
Headword (normalized):
προδοματικός
Headword (normalized/stripped):
προδοματικος
IDX:
73382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73383
Key:
Data
{'content': 'by way of payment in advance'}