Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
προδοσία
View word page
πρόδομα
that which is given in advance, prepayment, advance

ShortDef

that which is given in advance, prepayment, advance

Debugging

Headword:
πρόδομα
Headword (normalized):
πρόδομα
Headword (normalized/stripped):
προδομα
IDX:
73381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73382
Key:

Data

{'content': 'that which is given in advance, prepayment, advance'}