Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
προδόρπια
View word page
προδοκιμάζω
try, prove beforehand

ShortDef

try, prove beforehand

Debugging

Headword:
προδοκιμάζω
Headword (normalized):
προδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
προδοκιμαζω
IDX:
73380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73381
Key:

Data

{'content': 'try, prove beforehand'}