Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδόξασις
πρόδοξος
View word page
προδοκή
place where one lies in wait, lurking-place
ShortDef
place where one lies in wait, lurking-place
Debugging
Headword:
προδοκή
Headword (normalized):
προδοκή
Headword (normalized/stripped):
προδοκη
IDX:
73379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73380
Key:
Data
{'content': 'place where one lies in wait, lurking-place'}