Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
View word page
προδοκάζω
lie in wait for

ShortDef

lie in wait for

Debugging

Headword:
προδοκάζω
Headword (normalized):
προδοκάζω
Headword (normalized/stripped):
προδοκαζω
IDX:
73377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73378
Key:

Data

{'content': 'lie in wait for'}