Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιοίκησις
προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
προδομέω
πρόδομος
πρόδομος2
View word page
προδιώκω
to pursue further

ShortDef

to pursue further

Debugging

Headword:
προδιώκω
Headword (normalized):
προδιώκω
Headword (normalized/stripped):
προδιωκω
IDX:
73376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73377
Key:

Data

{'content': 'to pursue further'}