Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρόδικος
προδιοδεύω
προδιοικέω
προδιοίκησις
προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
προδοματικός
προδομεύς
View word page
προδιορίζω
limit or define beforehand

ShortDef

limit or define beforehand

Debugging

Headword:
προδιορίζω
Headword (normalized):
προδιορίζω
Headword (normalized/stripped):
προδιοριζω
IDX:
73373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73374
Key:

Data

{'content': 'limit or define beforehand'}