Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδικία
πρόδικος
Πρόδικος
προδιοδεύω
προδιοικέω
προδιοίκησις
προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
προδοκιμάζω
πρόδομα
View word page
προδιορθόομαι
correct, set right by anticipation

ShortDef

correct, set right by anticipation

Debugging

Headword:
προδιορθόομαι
Headword (normalized):
προδιορθόομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιορθοομαι
IDX:
73371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73372
Key:

Data

{'content': 'correct, set right by anticipation'}