Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδικαστής
προδικέω
προδικία
πρόδικος
Πρόδικος
προδιοδεύω
προδιοικέω
προδιοίκησις
προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
προδιώκω
προδοκάζω
προδοκέω
προδοκή
View word page
προδιομολογέομαι
to grant beforehand

ShortDef

to grant beforehand

Debugging

Headword:
προδιομολογέομαι
Headword (normalized):
προδιομολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιομολογεομαι
IDX:
73369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73370
Key:

Data

{'content': 'to grant beforehand'}