Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδιιδρόομαι
προδιίστημι
προδικάζω
προδικασία
προδικαστής
προδικέω
προδικία
πρόδικος
Πρόδικος
προδιοδεύω
προδιοικέω
προδιοίκησις
προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
προδιυλίζω
View word page
προδιοικέω
to regulate, order, govern, manage beforehand
ShortDef
to regulate, order, govern, manage beforehand
Debugging
Headword:
προδιοικέω
Headword (normalized):
προδιοικέω
Headword (normalized/stripped):
προδιοικεω
IDX:
73365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73366
Key:
Data
{'content': 'to regulate, order, govern, manage beforehand'}