Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιηθέω
προδιιδρόομαι
προδιίστημι
προδικάζω
προδικασία
προδικαστής
προδικέω
προδικία
πρόδικος
Πρόδικος
προδιοδεύω
προδιοικέω
προδιοίκησις
προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
προδιορθόομαι
προδιόρθωσις
προδιορίζω
προδιορισμός
View word page
προδιοδεύω
pass through before

ShortDef

pass through before

Debugging

Headword:
προδιοδεύω
Headword (normalized):
προδιοδεύω
Headword (normalized/stripped):
προδιοδευω
IDX:
73364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73365
Key:

Data

{'content': 'pass through before'}