Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιέρχομαι
προδιευκρινέω
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδιηθέω
προδιιδρόομαι
προδιίστημι
προδικάζω
προδικασία
προδικαστής
προδικέω
προδικία
πρόδικος
Πρόδικος
προδιοδεύω
προδιοικέω
προδιοίκησις
προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
προδιομολογητέον
View word page
προδικέω
to be a patron, advocate

ShortDef

to be a patron, advocate

Debugging

Headword:
προδικέω
Headword (normalized):
προδικέω
Headword (normalized/stripped):
προδικεω
IDX:
73360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73361
Key:

Data

{'content': 'to be a patron, advocate'}