Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέω
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδιηθέω
προδιιδρόομαι
προδιίστημι
προδικάζω
προδικασία
προδικαστής
προδικέω
προδικία
πρόδικος
Πρόδικος
προδιοδεύω
προδιοικέω
προδιοίκησις
προδιοικητικός
προδιοικονομέω
προδιομολογέομαι
View word page
προδικαστής
one who judges before

ShortDef

one who judges before

Debugging

Headword:
προδικαστής
Headword (normalized):
προδικαστής
Headword (normalized/stripped):
προδικαστης
IDX:
73359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73360
Key:

Data

{'content': 'one who judges before'}