Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπίστροφος
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
ἀνεπιτάττω
ἀνεπιτετελεσμένος
ἀνεπίτευκτος
ἀνεπιτευξία
ἀνεπιτέχνητος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτηδειότης
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίτμητος
ἀνεπιτρέπτως
View word page
ἀνεπιτάττω
enjoin
ShortDef
enjoin
Debugging
Headword:
ἀνεπιτάττω
Headword (normalized):
ἀνεπιτάττω
Headword (normalized/stripped):
ανεπιταττω
IDX:
7335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7336
Key:
Data
{'content': 'enjoin'}