Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεορτάζω
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέω
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδιηθέω
προδιιδρόομαι
προδιίστημι
προδικάζω
προδικασία
προδικαστής
προδικέω
προδικία
πρόδικος
Πρόδικος
προδιοδεύω
View word page
προδιηθέω
filter through before

ShortDef

filter through before

Debugging

Headword:
προδιηθέω
Headword (normalized):
προδιηθέω
Headword (normalized/stripped):
προδιηθεω
IDX:
73354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73355
Key:

Data

{'content': 'filter through before'}