Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαφθείρω
προδιαχρίω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεορτάζω
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέω
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδιηθέω
προδιιδρόομαι
προδιίστημι
προδικάζω
προδικασία
προδικαστής
προδικέω
View word page
προδιέρχομαι
to go through before

ShortDef

to go through before

Debugging

Headword:
προδιέρχομαι
Headword (normalized):
προδιέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιερχομαι
IDX:
73350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73351
Key:

Data

{'content': 'to go through before'}