Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπίστροφος
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
ἀνεπιτάττω
ἀνεπιτετελεσμένος
ἀνεπίτευκτος
ἀνεπιτευξία
ἀνεπιτέχνητος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτηδειότης
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίτμητος
View word page
ἀνεπίτατος
not to be extended farther

ShortDef

not to be extended farther

Debugging

Headword:
ἀνεπίτατος
Headword (normalized):
ἀνεπίτατος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτατος
IDX:
7334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7335
Key:

Data

{'content': 'not to be extended farther'}