Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδιατρίβω
προδιαττάω
προδιατυπόω
προδιαφθείρω
προδιαχρίω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεορτάζω
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέω
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδιηθέω
προδιιδρόομαι
προδιίστημι
προδικάζω
View word page
προδιεργάζομαι
to work
ShortDef
to work
Debugging
Headword:
προδιεργάζομαι
Headword (normalized):
προδιεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιεργαζομαι
IDX:
73347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73348
Key:
Data
{'content': 'to work'}