Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιατέμνω
προδιατίθημι
προδιατρίβω
προδιαττάω
προδιατυπόω
προδιαφθείρω
προδιαχρίω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεορτάζω
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέω
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδιηθέω
προδιιδρόομαι
View word page
προδιεξέρχομαι
to go out through before

ShortDef

to go out through before

Debugging

Headword:
προδιεξέρχομαι
Headword (normalized):
προδιεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιεξερχομαι
IDX:
73345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73346
Key:

Data

{'content': 'to go out through before'}