Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
προδιατείνω
προδιατέμνω
προδιατίθημι
προδιατρίβω
προδιαττάω
προδιατυπόω
προδιαφθείρω
προδιαχρίω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεορτάζω
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέω
προδιηγέομαι
View word page
προδιαχωρέω
to have a previous difference
ShortDef
to have a previous difference
Debugging
Headword:
προδιαχωρέω
Headword (normalized):
προδιαχωρέω
Headword (normalized/stripped):
προδιαχωρεω
IDX:
73342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73343
Key:
Data
{'content': 'to have a previous difference'}