Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιασυνίστημι
προδιασύρω
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
προδιατείνω
προδιατέμνω
προδιατίθημι
προδιατρίβω
προδιαττάω
προδιατυπόω
προδιαφθείρω
προδιαχρίω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεορτάζω
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
View word page
προδιαφθείρω
to ruin beforehand

ShortDef

to ruin beforehand

Debugging

Headword:
προδιαφθείρω
Headword (normalized):
προδιαφθείρω
Headword (normalized/stripped):
προδιαφθειρω
IDX:
73340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73341
Key:

Data

{'content': 'to ruin beforehand'}