Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπίστροφος
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
ἀνεπιτάττω
ἀνεπιτετελεσμένος
ἀνεπίτευκτος
ἀνεπιτευξία
ἀνεπιτέχνητος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτηδειότης
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
View word page
ἀνεπίτακτος
subject to no control

ShortDef

subject to no control

Debugging

Headword:
ἀνεπίτακτος
Headword (normalized):
ἀνεπίτακτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτακτος
IDX:
7333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7334
Key:

Data

{'content': 'subject to no control'}