Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιασκευή
προδιασκοπέω
προδιασμήχω
προδιασπείρω
προδιαστέλλω
προδιασυνίστημι
προδιασύρω
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
προδιατείνω
προδιατέμνω
προδιατίθημι
προδιατρίβω
προδιαττάω
προδιατυπόω
προδιαφθείρω
προδιαχρίω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
View word page
προδιατέμνω
cut through beforehand

ShortDef

cut through beforehand

Debugging

Headword:
προδιατέμνω
Headword (normalized):
προδιατέμνω
Headword (normalized/stripped):
προδιατεμνω
IDX:
73335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73336
Key:

Data

{'content': 'cut through beforehand'}