Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπίστροφος
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
ἀνεπιτάττω
ἀνεπιτετελεσμένος
ἀνεπίτευκτος
ἀνεπιτευξία
ἀνεπιτέχνητος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτηδειότης
ἀνεπιτήδευτος
View word page
ἀνεπίσχετος
not to be stopped

ShortDef

not to be stopped

Debugging

Headword:
ἀνεπίσχετος
Headword (normalized):
ἀνεπίσχετος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισχετος
IDX:
7332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7333
Key:

Data

{'content': 'not to be stopped'}