Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
προδιασείω
προδιασήπω
προδιασκευή
προδιασκοπέω
προδιασμήχω
προδιασπείρω
προδιαστέλλω
προδιασυνίστημι
προδιασύρω
προδιασφίγγω
προδιατάσσομαι
View word page
προδιασείω
stir beforehand

ShortDef

stir beforehand

Debugging

Headword:
προδιασείω
Headword (normalized):
προδιασείω
Headword (normalized/stripped):
προδιασειω
IDX:
73323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73324
Key:

Data

{'content': 'stir beforehand'}