Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
προδιασείω
προδιασήπω
προδιασκευή
προδιασκοπέω
προδιασμήχω
προδιασπείρω
προδιαστέλλω
προδιασυνίστημι
View word page
προδιαρπάζω
plunder before

ShortDef

plunder before

Debugging

Headword:
προδιαρπάζω
Headword (normalized):
προδιαρπάζω
Headword (normalized/stripped):
προδιαρπαζω
IDX:
73320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73321
Key:

Data

{'content': 'plunder before'}