Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
προδιασείω
προδιασήπω
προδιασκευή
προδιασκοπέω
προδιασμήχω
προδιασπείρω
προδιαστέλλω
View word page
προδιαριθμέομαι
to be enumerated before

ShortDef

to be enumerated before

Debugging

Headword:
προδιαριθμέομαι
Headword (normalized):
προδιαριθμέομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιαριθμεομαι
IDX:
73319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73320
Key:

Data

{'content': 'to be enumerated before'}