Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
προδιασείω
προδιασήπω
προδιασκευή
προδιασκοπέω
προδιασμήχω
View word page
προδιαρθρόω
enucleate beforehand

ShortDef

enucleate beforehand

Debugging

Headword:
προδιαρθρόω
Headword (normalized):
προδιαρθρόω
Headword (normalized/stripped):
προδιαρθροω
IDX:
73317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73318
Key:

Data

{'content': 'enucleate beforehand'}