Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
προδιασείω
προδιασήπω
προδιασκευή
View word page
προδιαπονέομαι
to be well trained before
ShortDef
to be well trained before
Debugging
Headword:
προδιαπονέομαι
Headword (normalized):
προδιαπονέομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιαπονεομαι
IDX:
73315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73316
Key:
Data
{'content': 'to be well trained before'}